πρόσθεμα

πρόσθεμα
πρόσθεμα
increase
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσθεμα — τὸ, Α βλ. πρόσθημα …   Dictionary of Greek

  • προσθεμάτων — πρόσθεμα increase neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέμασι — πρόσθεμα increase neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέματα — πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέματι — πρόσθεμα increase neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέματ' — προσθέματα , πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc pl προσθέματι , πρόσθεμα increase neut dat sg προσθέματε , πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”